Τιμή και καύχημα αποτελεί για κάθε τοπική Εκκλησία το να έχει ιδρυθεί χάρη στις ιεραποστολικές προσπάθειες ενός από τους Αποστόλους. Και μάλιστα, όταν πρόκειται για τον Απόστολο Παύλο και τους συνεργούς του.

Η αποστολικότητα της Εκκλησίας της Λευκάδος στηρίζεται στην παράδοση και όχι σε αγιογραφικές μαρτυρίες. Τα σχετικά αναφέρονται (ή, καλύτερα, αναφέρονταν) σε χειρόγραφο του 13ου αι. το οποίο είχε ανακαλύψει εκεί ο λόγιος επίσκοπος Κυθήρων Μάξιμος Μαργούνιος (16°ς αι.) και δημοσίευσε σε μελέτη του σχετική με την εκκλησιαστική Ιστορία των Ιονίων Νήσων.

Η παλαιότερη (1824) σχετική πηγή πληροφόρησής μας -έστω και με αρκετές ατέλειες- είναι η Ιστορία του Δημ. Πετριτσόπουλου, γραμμένη στα Ιταλικά. Διαβάζουμε (η μετάφραση, δική μας): «…Όταν ήταν αυτοκράτορας ο Τιβέριος Κλαύδιος (σ.σ.: 41-54 μ.Χ.), ο Άγιος Απόστολος Παύλος, ύστερα από όταν βρέθηκε στην Αθήνα, κατόρθωσε με την συνεργασία του Ακύλα να μεταστρέψει από τον Παγανισμό στην Χριστιανική Πίστη πολλούς ?Ηπειρώτες, Ακαρνάνες και Λευκαδίους. Μετά από λίγο καιρό, καθώς ο Ακύλας ήταν υποχρεωμένος να αναλάβει την ιεραποστολή στην Έφεσο, στάλθηκε για να τον αντικαταστήσει ο Ηρωδίων, που όρισε επισκόπους τον Λουκιανό στη Νικόπολη και τον Σωσίωνα στην Λευκάδα…».

Ο Άγιος και πανεύφημος Απόστολος Παύλος ήταν Εβραίος, από τη φυλή Βενιαμίν. Κατοικούσε στην Ταρσό της Κιλικίας, όπου και είχε γεννηθεί μεταξύ 10 και 15 μ.Χ.

Κατά τον συναξαριστή του, είχε τα εξής χαρακτηριστικά γνωρίσματα: Ήταν φαλακρός και είχε μάτια χαρωπά. Τα φρύδια του έγερναν προς τα κάτω και ήταν ασπροπρόσωπος. Φαινόταν μεγαλύτερος απ’ όσα ήταν στην πραγματικότητα. Η γενειάδα του κατέβαινε με πολλή χάρη προς τα κάτω. Η μύτη του ήταν κυρτή και ταίριαζε με το όλο του πρόσωπο. Ήταν στολισμένος στο κεφάλι και στον πώγωνα με μαύρες και λευκές τρίχες. Είχε κυρτό και μικρό σώμα και διακρινόταν για την ευρρωστία του.

Ανήκε στην αίρεση των Φαρισαίων και μαθήτευσε κοντά στον περίφημο νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ. Ακόμη δέχθηκε και άριστη ελληνική Παιδεία. Από τον πατέρα του απέκτησε τον τίτλο και τα δικαιώματα του Ρωμαίου πολίτη.

Ο Παύλος υπήρξε θερμότατος εραστής του Μωσαϊκού Νόμου και, για τον λόγο αυτό, καταδίωκε την Εκκλησία του Χριστού και προσπαθούσε να την καταστρέψει. Για παράδειγμα, όταν λιθοβολούσαν τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο, ο Παύλος (Σαούλ και Σαύλος τότε ονομαζόταν) επικροτούσε κι επιδοκίμαζε την εκτέλεση του Στεφάνου.

Ο Θεός όμως γνώριζε την αγνότητα των προθέσεων του Παύλου και έκανε το θαύμα Του. Καθώς πορευόταν προς τη Δαμασκό, απεσταλμένος των Ιουδαίων αρχιερέων για να ξεκινήσει διωγμό κατά των Χριστιανών, μέρα μεσημέρι, ο Παύλος έχασε το φως των ματιών του. Συγχρόνως ακούστηκε από τον ουρανό θεία φωνή, η οποία τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία, τον μαθητή του Κυρίου, που κατοικούσε στη Δαμασκό. Πράγματι, ο Παύλος συνάντησε τον Ανανία κι εκείνος τον κατήχησε και τον βάπτισε.

Αφού λοιπόν ο Παύλος έγινε «σκεύος εκλογής» (όργανο εκλεκτό) του Κυρίου, περιόδευσε ταχύτατα, σα να είχε φτερά, σε ολόκληρη την Οικουμένη και την σαγήνευσε στην πίστη του Χριστού. Πραγματοποίησε τέσσερις αποστολικές περιοδείες.

Κατά την πρώτη περιοδεία (47-48 μ.Χ.) έχοντας συνεργάτες τον Βαρνάβα και τον Μάρκο κήρυξε το Ευαγγέλιο και ίδρυσε Εκκλησίες στην Κύπρο, στην Παμφυλία, στην Πισιδία και στην Λυκαονία.

Η δεύτερη αποστολική περιοδεία (49-52 μ.Χ.) έγινε με κύριους συνεργούς τον Σίλα, τον Τιμόθεο και τον Λουκά. Κατά την περιοδεία του αυτή ο Παύλος κήρυξε τον Χριστιανισμό και ίδρυσε Εκκλησίες στη Συρία, στην Κιλικία, στη νότιο Γαλατία, στη Λυκαονία, στην Τρωάδα, στη Μακεδονία (Καβάλα, Θεσσαλονίκη, Βέρροια) και την υπόλοιπη Ελλάδα (Αθήνα, Κόρινθο). Ακολούθως πέρασε στην Έφεσο και από εκεί επέστρεψε στην Αντιόχεια, απ’ όπου είχε ξεκινήσει.

Η τρίτη αποστολική περιοδεία του(52-56 μ.Χ.) περιέλαβε τα γνωστά του μέρη στη Μικρά Ασία, βόρεια Ελλάδα (Μακεδονία) και νότια Ελλάδα και κατέληξε στα Ιεροσόλυμα.

Στα Ιεροσόλυμα ο Παύλος κινδύνευσε να φονευθεί από φανατικούς ομοεθνείς του. Βρέθηκε όμως στα χέρια των Ρωμαίων, οι οποίοι τον μετέφεραν στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, όπου κρατήθηκε επί δύο χρόνια (56-58 μ. Χ.). Μετά ζήτησε να δικαστεί στη Ρώμη ως Ρωμαίος πολίτης. Εκεί έμεινε δύο χρόνια (59-61 μ.Χ.), περιμένοντας να παρουσιαστεί στον αυτοκράτορα. Στο σημείο αυτό τελειώνει και η αφήγηση των Πράξεων των Αποστόλων. Από άλλες μαρτυρίες, και κυρίως από μερικές επιστολές του, φαίνεται ότι αφέθηκε ελεύθερος.

Μετά την απελευθέρωσή του (64 μ.Χ.), ο Παύλος πήγε στην Ισπανία. Από την Ισπανία πήγε στην Κρήτη, την Έφεσο, την Λαοδίκεια της Φρυγίας, τη Μίλητο, την Κόρινθο, τη Μακεδονία.

Από την Μακεδονία πήγε στη, γειτονική της Λευκάδας, Νικόπολη της Ηπείρου. Η Νικόπολη ήταν πολιτικό, εμπορικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της Παλαιάς Ηπείρου. Είχε ιδρυθεί από τον Οκτάβιο Αύγουστο σε ανάμνηση της νίκης του στη ναυμαχία του Ακτίου, το 31 μ.Χ. Αυτήν την ρωμαϊκή μεγαλούπολη διάλεξε ο Απόστολος Παύλος για να περάσει εκεί τον χειμώνα του 65 μ. Χ. Γράφει σχετικά στην επιστολή που στέλνει στον μαθητή του, τον Τίτο: “Πταν πΠμψω ΠρτεμΠν πρΠς σΠ, Π ΤυχικΏν, σποΠδασον ΠλθεΠν πρΠς με εΠς ΝίκΏπολίν’ ΠκεΠ γΠρ κΏκρικα παραχειμΠσαι…” Δηλαδή: «Μόλις σου στείλω τον Αρτεμά ή τον Τυχικό, φρόντισε να λρθείς γρήγορα στη Νικόπολη, διότι εκεί αποφάσισα να μείνω τον χειμώνα…»

Από τη Νικόπολη έστειλε στο απέναντι νησί της Λευκάδας -ίσως παρακινημένος από μέλη της πολυπληθούς λευκαδίτικης παροικίας της Νικόπολης- τον συνεργάτη και συνοδό του, Απόστόλο Ακύλα.

Ο κήρυκας της νέας Πίστης αποβιβάστηκε στο τότε ρωμαϊκό λιμάνι, που εξυπηρετούσε την επικοινωνία με τον Αμβρακικό, στην σημερινή παραλία του Αη-Γιάννη. Σε ένα σπήλαιο της παραλίας, λόγω του χειμώνα, ο Ακύλας συγκέντρωσε το πλήθος των ανθρώπων, που ποθούσαν να ακούσουν τη νέα διδασκαλία. Όσοι απ’ αυτούς πίστεψαν, έκαναν τη μικρή εκείνη σπηλιά τόπο προσευχής και λατρείας.

Σύντομα ο Ακύλας αναχώρησε για την Έφεσο. Τον διαδέχθηκε τότε, σαν κήρυκας του Θείου Λόγου και προεστώς της Ευχαριστιακής Σύναξης, άλλος συνεργάτης του Παύλου, ο Απόστολος Ηρωδίωνας.

Ο Ηρωδίωνας χειροτόνησε επίσκοπο Λευκάδος, τον πρώτο στην ιστορική διαδρομή της εκκλησιαστικής κοινότητας του νησιού, τον Σωσίωνα. Μαζί, Ηρωδίωνας και Σωσίωνας, ανέβηκαν κάποια ημέρα μέχρι το ύψωμα όπου ήταν χτισμένος ο ναός της Αρτέμιδος της Λευκαδίας. Στο θρησκευτικό κέντρο, δηλαδή, της ειδωλολατρικής ακόμη Λευκάδας. Επί τρεις ημέρες κήρυτταν τη νέα Πίστη στα συγκεντρωμένα πλήθη. Ακολούθως, μετά από θερμή προσευχή, πρόσταξαν το ξόανο της παγανιστικής θεότητας να συντριβεί. Κι αυτό, με τη δύναμη του ονόματος του Κυρίου, πραγματικά καταστράφηκε. Πολλοί Λευκαδίτες πίστεψαν τότε στον Χριστό και ενισχύθηκε έτσι ο πρώτος πυρήνας της τοπικής Εκκλησίας.

Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα έφτασε στη Λευκάδα και ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος. Κατέπλευσε στο ρωμαϊκό λιμάνι, όπου τον υποδέχτηκαν οι Χριστιανοί του νησιού. Στο σπήλαιο, όπου πρώτος ο Ακύλας είχε κηρύξει ο Απόστολος των Εθνών λειτούργησε και χειροτόνησε πρώτο επίσκοπο Λευκά δος τον μαθητή του, Σωσίωνα. Η σπηλιά αργότερα, από τους Ανδηγαυούς (Anzou), διαμορφώθηκε σε χριστιανικό εκκλησάκι, το εξωκλήσι του Αη-Γιάννη του Αντζούση.

Τελικά, ο Παύλος κατέληξε στη Ρώμη, όπου, αφού κήρυξε τον Χριστιανισμό σε πολλούς ειδωλολάτρες, ετελειώθη με αποκεφαλισμό, αρκετό χρόνο μετά τον μαρτυρικό θάνατο του αποστόλου Πέτρου. Λένε μάλιστα ότι από την τομή του λαιμού του έτρεξε αίμα μαζί με γάλα. Παρόλο μάλιστα που ο Απόστολος Παύλος ετελειώθη μετά από τον Πέτρο, τα άγια λείψανα και των δυο ενταφιάστηκαν στον ίδιο τόπο.

Πέρα από το προφορικό του κήρυγμα, ο μέγας αυτός Απόστολος των Εθνών έγραψε και δεκατέσσερις θεόπνευστες επιστολές, οι οποίες περιέχονται στην Καινή Διαθήκη.

Ο Άγιος Ακύλας ασκούσε το επάγγελμα του σκυτοτόμου, δηλ. κατασκεύαζε δερμάτινα είδη, κυρίως σκηνές.

Μόλις έμαθε για το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου ξεκίνησε με την σύζυγό του Πρίσκιλλα και πήγαν και τον βρήκαν. Έτσι, αφού σχετίσθηκαν με τον Απόστολο, βαφτίστηκαν απ’ αυτόν και έγιναν στενοί συνεργάτες του. Στο εξής έμεναν μαζί με τον Παύλο, τον υπηρετούσαν, ώστε αυτός να κηρύττει απρόσκοπτα το Ευαγγέλιο, τον ακολουθούσαν κατά τις ιεραποστολικές του περιοδείες σε κάθε πόλη και χώρα και κινδύνευαν μαζί του σε όλους τους πειρασμούς και τις δυσκολίες.

Αλλά και ο απόστολος Παύλος τους αγάπησε τόσο πολύ για την αρετή και για τη θερμουργό πίστη τους στο Χριστό, ώστε τους μνημονεύει και στις επιστολές του. Έτσι λοιπόν ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα ευαρέστησαν στον Απόστολο και με τη μεγάλη τους πίστη στον Χριστό επιτέλεσαν πολλά θαύματα. Αργότερα τους συνέλαβαν οι ειδωλολάτρες και τους αποκεφάλισαν.

Ο Ηρωδίων ήταν ένας από τους Ο’ (εβδομήκοντα) Αποστόλους. Μνημονεύεται από τον Απόστολο Παύλο και διακονούσε όλους τους Αγίους Αποστόλους.

Μετά χειροτονήθηκε απ’ αυτούς πρεσβύτερος και ακολούθως, επίσκοπος Νέων Πατρών (Υπάτης Φθιώτιδος). Εκεί ανέπτυξε πλουσιότατη ιεραποστολική δράση, διδάσκοντας τους Έλληνες και οδηγώντας πολλούς στην πίστη του Χριστού.

Το γεγονός αυτό προκάλεσε τον φθόνο των Ιουδαίων σε βάρος του και υπέστη πολλά δεινά απ’ αυτούς. Πράγματι, οι Ιουδαίοι του επιτέθηκαν μαζί με τους ειδωλολάτρες, τον χτύπησαν ανηλεώς και του συνέτριψαν με πέτρες το στόμα. Έπειτα, τον χτύπησαν με ρόπαλα στο κεφάλι και στη συνέχεια τον κατακρεούργησαν.

Για τον Άγιο Σωσίωνα γνωρίζουμε μόνο ότι ήταν μαθητής του Αποστόλου Παύλου και χειροτονήθηκε -όπως προλέχθηκε- πρώτος επίσκοπος Λευκάδος.